- οπισθοβολώ
- -έω1. βάλλω, πυροβολώ εναντίον κάποιου από πίσω2. βάλλω, πυροβολώ προς τα πίσω.[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)-* + -βολώ (< -βόλος < βάλλω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀπισθοβόλῳ — ὀπισθόβολος thrown backwards masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)